χαμουλκός

χαμουλκός
χᾰμ-ουλκός (sc. μηχανή), , ([etym.] ἕλκω)
A crane or windlass, BGU162 viii 4, Amm.Marc.17.4.14, cf. Poll.7.191.
2 Lat. = trahea, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαμουλκός — ο και η / χαμουλκός, ἡ, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. η σύριγγα 2. δίτροχο χαμηλό φορείο που χρησιμοποιείται κυρίως σε αλευρόμυλους ή σε αποθήκες για τη μεταφορά σάκων ή διαφόρων φορτίων 3. κάθε λείο ξύλο πάνω στο οποίο γλιστράει και μεταφέρεται ελκόμενο… …   Dictionary of Greek

  • χαμουλκοί — χαμουλκός crane masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμούλκιον — τὸ, ΜΑ [χαμουλκός] υποκορ. τού χαμουλκός …   Dictionary of Greek

  • σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… …   Dictionary of Greek

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • χαμουλκίς — ίδος, ἡ, ΜΑ χαμούλκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμουλκός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”